- Πλατέ'
- Πλατέᾱͅ , Πλατέηfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατέ' — πλατέα , πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέα , πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) πλατέϊ , πλατύς wide masc/neut dat sg πλατέαι , πλατύς wide fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεμπράσκα — (Nebraska). Ομόσπονδη Πολιτεία (200.350 τ. χλμ., 1.713.235 κάτ. το 2001) των κεντρικών βορειοδτικών ΗΠΑ που συνορεύει με τη Νότια Ντακότα στα Β, την Αιόβα στα Α, το Μισούρι στα ΝΑ, το Κάνσας στα Ν, το Κολοράντο στα ΝΔ και το Γουαϊόμινγκ στα Δ.… … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek